τύλωση

τύλωση
[-ις (-εως)] η натирание мозолей ,

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τύλωση" в других словарях:

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η σκλήρεμα, ρόζιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύλωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ βλ. τύλωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»